Πέμπτη 6 Απριλίου 2017

Σκέψεις ...


γράφει η 
Ναταλί Φουντουκάκη
«Τι είν’ η πατρίδα  μας;...». Για τον ποιητή, Ιωάννη Πολέμη, ήταν οι κάμποι, τα βουνά, ο ήλιος της, κάθε ακρογιάλι, κάθε θάλασσα, κάθε στεριά, τα ερειπωμένα αρχαία μνημεία της, η τέχνη της, η αθάνατη δόξα και «..κάτι που΄ χουμε μες την καρδιά και λάμπει αθώρητο σαν ήλιου αχτίνα και κράζει μέσα μας...».
Βαριά κληρονομιά η ιστορία ετούτης της πατρίδας, δύσκολη, πολύπλοκη, δυσβάσταχτη κάποιες φορές. Και ταυτόχρονα, δυνατή, περήφανη, ατίθαση, γεμάτη πάθη και συγκινήσεις, αγώνες και θυσίες, πολλές θυσίες.
Τόσοι ήρωες σε κάθε γωνιά, σε κάθε σπιθαμή της, που κάθε φορά που έρχεται η ώρα να τους μνημονεύσουμε, αισθανόμαστε να μας κυριεύουν σύνδρομα κατωτερότητας και ενοχές, γιατί είναι αναπόφευκτη η αντιπαράθεση…τι έκαναν εκείνοι για ετούτο τον τόπο και τι κάνουμε εμείς σήμερα. Ο χρόνος ατίθασος, με αναρχικές αναδρομές παίζει με το νου μας, ανακατεύοντας πρόσωπα και κατορθώματα, γεγονότα και θρύλους. Το μοναδικό στοιχείο που μπορεί να τον δαμάσει είναι το χώμα! Ο χώρος κρατάει το χρόνο, τον οριοθετεί και βάζει την ιστορία σε μια σειρά. Κάθε τόπος έχει τους δικούς του πόνους και καημούς, τις δικές του δόξες, τους δικούς του ήρωες θαμμένους στα χώματά του, που κάθε φορά που τους θυμόμαστε και τους αποτίνουμε φόρους τιμής,   αναρωτιέμαι…άραγε εκείνοι θα ήταν υπερήφανοι για εμάς; Σε μια εποχή που η θυσία χαρακτηρίζεται απαξία, πώς να κατανοήσει  το μυαλό μας την ψυχολογία εκείνου του εξαθλιωμένου πλήθους της συγκλονιστικής Εξόδου του Μεσολογγίου; Πώς να εκλογικεύσει τη συλλογική απόφαση για το ολοκαύτωμα στη μπαρουταποθήκη του Καψάλη; Πώς να χωρέσει ο νους μας τον αυτοκτονικό χορό των Σουλιωτισσών με τα παιδιά τους στην αγκαλιά; Όχι…δε μπορούμε να τα καταλάβουμε, δε γίνεται να τα καταλάβουμε. Είναι πέρα από τα επιτρεπτά όρια της συνείδησης του Εγώ μας. Μόνο να μείνουμε εκστατικοί μπορούμε, αποσβολωμένοι και γεμάτοι δέος, με τη συγκίνηση να διαποτίζει τα κύτταρά μας, να μας προκαλεί ρίγος και να μας φέρνει δάκρυα στα μάτια. Κι όμως…πατάμε τα ίδια χώματα, αντικρίζουμε τον ίδιο ουρανό, εξαγνιζόμαστε στην ίδια θάλασσα. Ίσως έτσι εξηγείται και το ανεξήγητο…ενώ δεν κατανοούμε, νιώθουμε! Νιώθουμε την ενέργειά τους, τη δύναμη της ψυχής τους, είμαστε ευγνώμονες για την αυτοθυσία τους και τους αισθανόμαστε πάντα παρόντες όταν τραγουδάμε, κοιτώντας τη Γαλανόλευκη, «Χαίρε, ω χαίρε Ελευθεριά!».
Είναι όμως αυτό αρκετό για την κληρονομιά που μας άφησαν...; Είναι αρκετό για τη δικαίωσή τους..;